- καταστροφισμός
- οθεωρία σύμφωνα με την οποία η οργανική ζωή που υπήρχε κάθε φορά στη Γη καταστρεφόταν εξαιτίας επανειλημμένων τεράστιων κατακλυσμών (αντίθ. προς τη θεωρία της «εξέλιξης»).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.